- περσέα
- Bλ. λ. αβοκάτο.
* * *η, ΝΜΑ και περσαία και περσεία και περσείη και περσίη Ανεοελλ.γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τών τροπικών περιοχών και κυρίως τής Νότιας Αμερικής, με φύλλα δερματώδη και αρωματικά που ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες και τού οποίου κυριότερο είδος είναι το αβοκάντοαρχ.αιγυπτιακό δέντρο (α. «αἱ μὲν ὀνομαζόμεναι περσίαι καρπὸν διάφορον ἔχουσαι τῇ γλυκύτητι», Θεόφρ.β, «πλεονάζει δὲ τῶν φυτῶν ὅ τε φοῑνιξ καὶ ἡ περσέα», Στράβ.γ. «τὸ δένδρον δὲ ἡ περσεία μόνου χαίρει τοῡ Νείλου τῷ ὕδατι», Παυσ.)2. σιδερένιο οικοδομικό κόσμημα σε σχήμα φύλλου περσέας.[ΕΤΥΜΟΛ. Το δέντρο ονομάστηκε έτσι από τη λ. Περσία, χώρα προέλευσής του, με επίθημα -έα (πρβλ. μηλ-έα) και -αία, -ία, -εία. Ο νεοελλ. τ. περσέα είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. persea (< λατ. persea < περσέα)].
Dictionary of Greek. 2013.